Ψάρεμα με την τεχνική του tai rubber
Η τεχνική
To tai rubber είναι ανακάλυψη των Ιαπώνων ψαράδων, όταν κατάλαβαν την αξία της σιλικόνης σε μικρές λωρίδες.
Οι πρώτες δοκιμές έγιναν με λωρίδες από σαμπρέλες και λεπτές φέτες βινυλίου και απλά μολύβια πριν από πολλά χρόνια.
Τai σημαίνει στα Ιαπωνικά Φαγκρί, ενώ rubber είναι το λάστιχο στα Αγγλικά.
Όπως καταλαβαίνετε αυτός ο τρόπος ψαρέματος δημιουργήθηκε αποκλειστικά για το φαγκρί, αλλά εμείς το χρησιμοποιούμε και για άλλα ψάρια, όπως οι συναγρίδες.
Όλα τα μαύρα και γενικά όσα ψάρια κυνηγούν την λεία τους, αφού δουλεύει θαυμάσια.
Η τεχνική βασίζεται πρώτον στα φανταχτερά μολύβια τα οποία πέρα από τον βασικό τους ρόλο να στείλουν την αρματωσιά μας στον βυθό, έχουν και άλλους δύο πολύ βασικούς στόχους.
Ο πρώτος είναι βάση του χρώματος τους να μπορέσουν να γίνουν εύκολα αντιληπτά από τα ψάρια ακόμα και σε μακρινές αποστάσεις, ώστε να τα φέρουν λόγω της περιέργειας τους κοντά στην αρματωσιά μας και δεύτερον, ανάλογα το σχήμα τους να επιτύχουν μια σωστή υδροδυναμική κίνηση κατά την ανάκτησή τους, δίνοντας έτσι και την ανάλογη κίνηση και στην τρέσα μας.
Αυτό που προσομοιάζει η τρέσα μας κατά την κίνηση της είναι ένα μικρόψαρο που κολυμπάει αμέριμνα ή μια γαρίδα που ανεβαίνει.
Αφού λοιπόν είμαστε πάνω στο κομμάτι που έχει ψάρια ή έχουμε την εντύπωση ότι κρατάει, αφήνουμε την αρματωσιά μας να πέσει εντελώς ελεύθερα προς τον βυθό.
Τότε, και μόνο όταν καταλάβουμε πως χτύπησε στον βυθό (το να χτυπάει το μολύβι μας στον βυθό είναι πολύ σημαντικό, γιατί προκαλεί τα ψάρια από μακριά λόγω του ήχου που προκαλεί αλλά και της θολούρας που δημιουργεί αν πέσει σε λασπώδη βυθό) αρχίζουμε μια σταθερής ταχύτητας ανάκτηση προς τα εμάς και αφού καλύψουμε ένα επιθυμητό εύρος της υδάτινης στήλης (προσωπικά ανεβάζω περίπου το 20% του βάθους όπου ψαρεύω δηλαδή στα 100 μέτρα θα ανέβω 20 μέτρα από τον βυθό) την ξανά αφήνουμε να πέσει στον πάτο.
Αυτό κάνουμε κατά την διάρκεια όλου του ψαρέματος μας, απλά αλλάζουμε λίγο την ταχύτητα ανάκτησής μας ανάλογα το βάθος, τα ρέματα, και τα ψάρια που στοχεύουμε.
Αν για παράδειγμα έχουμε ρέμα επιφανείας 1.5 κnots τότε πρέπει να μαζεύουμε πάρα πολύ αργά, για να μας προλαβαίνουν τα ψάρια.
Ή αν στοχεύουμε στα φαγκριά σε πολύ μεγάλα βάθη πολύ πάνω από τα 100 μ., τότε θέλει πιο αργή ανάκτηση, γιατί πολύ απλά τίποτα δεν κινείται γρήγορα εκεί κάτω.
Το ίδιο ισχύει και αν θέλουμε με τα χρώματά μας να παραστήσουμε μια γαρίδα, έχοντας μια κόκκινη κεφαλή και μια πορτοκαλί τρέσα, για παράδειγμα.
Τώρα, ανάλογα το βάθος που ψαρεύουμε, χρησιμοποιούμε και το ανάλογο βάρος.
Κανόνας δεν υπάρχει, απλά πρέπει να γνωρίζουμε πως όσο πιο αργά πέφτουμε προς τον βυθό, τόσο πιο εύκολα θα γίνουμε αντιληπτοί από τα ψάρια που θέλουμε να καλέσουμε στην ψαρεύτρα μας.
Πρέπει, όμως, πάντα να έχουμε υπόψη μας και τα ρέματα (κυρίως επιφανειακά) τα οποία θα μας κάνουν την ζωή δύσκολη αν επιμένουμε σε πολύ ελαφριές κεφαλές, αφού δεν θα καταφέρουμε σχεδόν ποτέ να χτυπήσουμε τον βυθό.
Οπότε, στο θέμα βάρος κεφαλής, κρίνουμε από μόνοι μας τι να βάλουμε ανάλογα την περίπτωση και βεβαίως ανάλογα τον εξοπλισμό μας.
Επίσης μεγάλο σεβασμό και προσοχή πρέπει να δείξουμε στα χρώματα που θα χρησιμοποιήσουμε, αφού όλα κρίνονται στην λεπτομέρεια.
Διάβαζα κάποτε το άρθρο ενός σπουδαίου Ιάπωνα ψαρά και δοκιμαστή εξοπλισμού και τεχνικών, πως το πιο δυνατό χρώμα που υπάρχει ακόμα και για τα πιο βαθιά νερά, είναι το κόκκινο και το πορτοκαλί.
Αυτά τα χρώματα έλεγε πως έχουν οι γαρίδες και οι καραβίδες, οπότε είναι αυτά που συνήθως βλέπουν τα ψάρια σε αυτά τα βάθη.
Σκέφτηκα, λοιπόν, πως σύμφωνα με το φάσμα των χρωμάτων στο νερό, αυτά είναι τα πρώτα που χάνονται, σύμφωνα πάντα με το ανθρώπινο μάτι, άρα ό,τι χρώμα και να παίρνουν στον βυθό, αυτό βλέπουν τα ψάρια και αυτό κυνηγάνε.
Πήγα, λοιπόν, σε ένα κομμάτι που «κράταγε» φαγκριά αλλά τίποτα δεν χτύπαγε τόσο καιρό και δοκίμασα με κόκκινο κεφάλι και πορτοκαλί τρέσα.
Το αποτέλεσμα ήταν απίστευτο, παίρνοντας με τον φίλο ψάρια που δεν τα είχαμε καν ονειρευτεί.
Όταν άνοιξα ένα από αυτά διαπίστωσα πως το στομάχι του ήταν γεμάτο μικρά κοκαλάκια από οστρακοειδή.
Όταν δοκίμασα, όμως, το ίδιο κόλπο σε άλλες περιοχές, στις μισές, ιδίως στα πιο ρηχά είχα αποτυχία, ίσως λόγω της έλλειψης οστρακοειδών την δεδομένη στιγμή.
Για μένα, λοιπόν, μετά από πολλές δοκιμές πιστεύω πως είναι μεγάλο λάθος να επιμένουμε στα ίδια χρώματα και πως πρέπει συνέχεια να κάνουμε πειράματα, ακόμα και σε χρώματα που δεν μας γεμίζουν το μάτι, και πως πρέπει πάντα και ανάλογα την εποχή να πειραματιζόμαστε.
Το tai – rubber δεν είναι μόνο vertical
Ένα πολύ μεγάλο ατού που έχει αυτή η τεχνική είναι πως σε αντίθεση με τις περισσότερες τεχνικές jigging δεν χρειάζεται να ψαρεύουμε vertical, δηλάδη εντελώς κάθετα από την βάρκα μας. Απεναντίας είναι πιο αποδοτικό να το ψαρεύουμε με κλίση.
Το πρώτο όφελος που έχουμε είναι πως λόγω της κλίσης του τεχνητού μας σε σχέση με τον βυθό, δίνουμε στο ψάρι τον χρόνο να το κυνηγήσει όπως και το τεχνητό μας να ψάξει να βρει το ψάρι αφού θα καλύψει αρκετή απόσταση στον βυθό.
Επίσης, όταν πηγαίνουμε σε κάποιον άγνωστο τόπο, χρησιμοποιούμε το υπάρχον ρέμα ώστε να μας παρασύρει και μέσω του tai rubber να μπορέσουμε να ψάξουμε και να βρούμε τα ψάρια της περιοχής.
Ιδιαιτέρα αυτός ο τρόπος ψαρέματος και ψαχτηριού μαζί είναι πάρα πολύ αποδοτικός με μία καλή ταχύτητα ξεσύρματος της βάρκας μας να είναι περίπου στα 0.6 έως 1,2 knots.
Ο σωστός εξοπλισμός και γιατί η διαφορά του με άλλους εξοπλισμούς
Όταν μιλάμε για μια τεχνική τόσο ιδιαίτερη και αποδοτική όσο το tai rubber, τότε σίγουρα πρέπει και να χρησιμοποιούμε και τον κατάλληλο εξοπλισμό για την άριστη εφαρμογή της.
Η τεχνική αυτή στηρίζεται κατά πολύ στα λεπτά εργαλεία, οπότε και ο κατάλληλος εξοπλισμός πρέπει να εναρμονίζεται με αυτά.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από το καλάμι μας, το οποίο πρέπει να είναι αρκετά μαλακό ώστε να αποσβήνει τα κεφάλια των μεγάλων ψαριών και να αποφεύγει τυχόν σπασίματα του παράμαλλου μας λόγω λεπτότητας του, αφού αυτό μπορεί να ξεκινάει από το 0.28 για τους τολμηρούς αλλά και για τους εύκολους τόπους, έως το πολύ 0.40mm.
Στους δύσκολους βυθούς που έχουμε με άγριες τραγάνες και πολλά βράχια, σίγουρα δεν μπορούμε να ρισκάρουμε με πολύ ψιλά παράμαλλα.
Προσωπικά, χρησιμοποιώ παράμαλλα πάχους το πολύ 0,37, ώστε να δουλεύει και σωστά η κεφαλή και η τρέσα μου.
Από εκεί και πέρα είναι επιλογή του καθενός να βάζει το πάχος της επιλογής του, ανάλογα τον τόπο και τα ψάρια που έχει.
Τώρα το καλάμι μας πρέπει να είναι μαλακό προς το μέρος της μύτης αλλά όσο έρχεται προς την λαβή του πρέπει να σκληραίνει προοδευτικά για να μπορεί να διαχειρίζεται με ακρίβεια τα μεγάλα ψάρια και να τα κουράζει ασκώντας πάνω τους μεγάλη πίεση.
Το μοτέρ μας καλό θα ήταν να είναι ένα κλασσικό baitcasting μηχανάκι κι αυτό γιατί ο κατανεμητής που διαθέτουν τα συγκεκριμένα μηχανάκια βοηθάει πολύ στην διαχείριση των πολύ ψιλών νημάτων που μπορεί να φτάνουν σε διατομή τα 0.10mm έως το πολύ τα 0.16.
Επίσης, τα μαγνητικά φρένα που διαθέτουν για τις ρίψεις των τεχνητών στο spinning, αφού για αυτήν την χρήση προορίζονται, βοηθάνε στο μέγιστο στην ομαλή ροή του νήματος μας κατά την κάθοδο του τεχνητού μας και στην αποφυγή του ανεπιθύμητου μπερδέματος του νήματος, το αποκαλούμενο bird nest.
Ο μύλος αυτών των μηχανισμών εσωτερικά διαθέτει μικρά μαγνητάκια και στις δύο πλευρές του, τα οποία τον κρατάνε σε μια σταθερή και ομαλή ροή χωρίς κομπιάσματα και απότομα σταματήματα όπως τα κοινά μοτέρ.
Μια καλή ποικιλία τεχνητών σε διαφορετικά βάρη καλό είναι να τα έχουμε σε μια μικρή βαλιτσούλα προστατευμένα από χτυπήματα, ώστε να μπορούμε να αλλάζουμε συχνά τους συνδυασμούς τρεσών, βαριδιών, και χρωμάτων.
Ένα σωστό σετάκι για αυτήν τεχνική θα μας βάλει στο κλίμα της σωστής εφαρμογής της, αφού θα μας υποδείξει από τα πρώτα κιόλας ψαρέματα τον σωστό τρόπο εφαρμογής της.
Πολλοί με ρωτάνε γιατί να μην βάλω εξοπλισμό από το slow jigging ή ακόμα χειρότερα να βάλω από ένα φτηνό σετάκι για καθετή η τσαπαρί.
Η απάντηση είναι πάντα απλή… στην πρώτη περίπτωση δεν θα καταλαβαίνεις τι ακριβώς ανεβάζεις λόγω της σκληρότητας του καλαμιού, διότι σε ένα σωστό καλάμι την ώρα της ανάκτησης καταλαβαίνεις τον πλάνο σου ο οποίος τρεμοπαίζει, παρασέρνοντας και την τρέσα μας σε αυτόν τον τρελό ρυθμό και στην δεύτερη ο πλάνος σου θα είναι πάντα πολύ βαρύς λόγω της μεγάλης ελαστικότητας και της έλλειψης νεύρου, αφού αυτά τα καλάμια δεν είναι κατασκευασμένα για μεγάλα ψάρια.
Οπότε η αγορά ενός λάθους εξοπλισμού είναι πολύ πιθανό να σάς απογοητεύσει γρήγορα και να σας διώξει από μια τόσο ωραία και αποδοτική τεχνική.
Με δόλωμα ή χωρίς?
Εδώ οι απόψεις διίστανται, αφού πολλοί υποστηρίζουν το δόλωμα ενώ άλλοι όχι.
Προσωπικά δεν χρησιμοποιώ ποτέ πια δόλωμα, αφού όσες φορές το έβαλα μπορεί να πήρα και καλά ψάρια, αλλά αρκετές φορές πήρα πολλούς χάνους από τα 100+ μέτρα και αυτό με κούραζε πολύ όπως είναι φυσικό.
Ο μεγαλύτερος όμως λόγος είναι πως προχωρώντας στην τεχνική αυτή, ήθελα να μάθω τα όποια μυστικά της αυτούσια χωρίς δολώματα και παρεμφερή, για να μπορέσω να βγάλω ένα σωστό αποτέλεσμα και ακριβές συμπέρασμα.
Για τους φίλους όμως της καθετής και των νωπών δεν είναι καθόλου κακό να βάλουν και λίγο δόλωμα αφού σίγουρα θα πάρουν έστω κάποια μικρά ψάρια, αν τα μεγαλύτερα είναι ανόρεχτα.
Μην ξεχνάμε πως με μικρές λωρίδες καλαμαριού δίνουμε και το άσπρο χρώμα στην αρματωσιά μας ,αλλά και το άρωμα του καλαμαριού, κάμπτοντας έτσι κατά πολύ την καχυποψία των ψαριών.
Επίλογος…
Προσωπικά αγάπησα το tai rubber για την ευκολία του σαν τεχνική, για την ηρεμία που μου προσφέρει και την τόσο μεγάλη ποικιλία ψαριών που έχει, μεγάλα η μικρά.
Είναι τόσο εύκολη ώστε μπορούν να ασχοληθούν τα παιδιά σας οι γυναίκες σας και οι γονείς σας, αλλά και τόσο πολύπλοκη όσο την εμβαθύνεις, που όσο καιρό και να την εξασκείς, δεν σταματάς να μαθαίνεις πράγματα, όπως ακριβώς συμβαίνει γενικά στο ψάρεμα.
Με εκτίμηση,
Παναγιώτης Φιλόπουλος
AlieusOnline